- θοινήτωρ
- θοινήτωρmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θοινήτωρ — θοινήτωρ, ορος, ὁ (Α) συμποσιαστής, συνδαιτυμόνας, ευωχούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί θοινάτωρ*] … Dictionary of Greek
θοινήτορα — θοινήτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοινήτορι — θοινήτωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)